- σταθερότης
- σταθερότηςsteadinessfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταθερότητα — σταθερότης steadiness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερότητι — σταθερότης steadiness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερότητος — σταθερότης steadiness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταθερότητα — η / σταθερότης, ητος, ΝΜΑ, και σταθηρότης Α [σταθερός] η ιδιότητα του σταθερού, το να είναι κάτι σταθερό, πάγιο, μόνιμο νεοελλ. 1. (μετεωρ.) κατάσταση τής ατμόσφαιρας κατά την οποία τα στρώματα τών αέριων μαζών διαδέχονται το ένα το άλλο κατά… … Dictionary of Greek